μετάπτωση

μετάπτωση
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη διάμετρο των μεσημβρινών κύκλων, τον αναγκάζει να εκτελεί μια κίνηση μ. αντίθετη προς την περιστροφή της Γης. Αυτήν την κίνηση μπορούμε να την παρομοιάσουμε προς την κίνηση του άξονα περιστροφής μιας σβούρας, όταν αυτή αρχίζει να αποκλίνει. Εξαιτίας της μ. ο άξονας της Γης εκτελεί μια ανάδρομη κίνηση (από τα Α προς τα Δ) αντίθετη δηλαδή προς την ετήσια κίνηση του Ήλιου. Η συγκεκριμένη ανάδρομη κίνηση επιφέρει τη μετακίνηση των ισημερινών σημείων πάνω στην εκλειπτική. Για να συμπληρωθεί μια μετακίνηση 3600, για να επανέλθει δηλαδή η Γη στην αρχική της θέση, απαιτούνται 25.765 έτη. Τη μ. ανακάλυψε ο περίφημος Έλληνας αστρολόγος Ίππαρχος (2ος αι. π.Χ.) καθώς μελετούσε τις θέσεις των απλανών αστέρων στον ουρανό. Μεταξύ άλλων στη μ. οφείλεται η μη σταθερή διάρκεια των εποχών του έτους, η μεταβολή της θέσης των αστέρων στον ουράνιο θόλο, εξαιτίας της οποίας τα ζώδια δεν συμπίπτουν σήμερα με τους αντίστοιχους αστερισμούς, καθώς και η μετακίνηση του βόρειου πόλου, έτσι ώστε vα αλλάζει συνεχώς ο πολικός αστέρας. Πριν από 6.000 χρόνια πολικός αστέρας ήταν ο α του Δράκοντα. (Γεωλ.). Η παραμόρφωση που υφίσταται μια μάζα πετρωμάτων, με την ενέργεια ορογενετικών φαινομένων, ιδιαίτερα φανερή, όταν τα πετρώματα παρουσιάζονται κατά στρώματα. Οι δυνάμεις που προκαλούν αυτές τις μετατοπίσεις μπορεί να είναι εφαπτόμενες ή κάθετες. Στην πρώτη περίπτωση προκαλούν κατά κανόνα πτυχώσεις περισσότερο ή λιγότερο σύνθετες, όπου τα στρώματα εμφανίζονται καμπυλωμένα, πτυχωμένα, σε άλλα σημεία ανυψωμένα και σε άλλα βυθισμένα. Στη δεύτερη περίπτωση παρουσιάζονται, αντίθετα, ρωγμές στη μάζα των πετρωμάτων, τα ρήγματα. Στα πετρώματα που αποτελούν τις απέναντι παρυφές αυτού του ρήγματος παρατηρείται κάθετη μετατόπιση, ανάλογη προς τη διεύθυνση των δυνάμεων. (Φυσ.). Αν σε ένα σώμα, που βρίσκεται σε ταχεία περιστροφική κίνηση γύρω από άξονα, ενεργήσει μια εξωτερική δύναμη, ώστε να το αναγκάσει να περιστρέφεται, πιο αργά από πριν, γύρω από έναν άλλο διαφορετικό άξονα, τότε ο άξονας περιστροφής του σώματος εκτελεί και μια άλλη κίνηση, η οποία ονομάζεται μ. Απλό παράδειγμα της μ. αποτελεί η σβούρα, που, ενώ περιστρέφεται, ο άξονας της περιστροφής της διαγράφει συγχρόνως έναν κώνο, σαν συνέπεια της δύναμης του βάρους που ενεργεί στο βαρύκεντρό της. Άλλο παράδειγμα είναι το γυροσκόπιο.
* * *
η (Α μετάπτωσις) [μεταπίπτω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπίπτω, αιφνίδια αλλαγή ή μεταβολή θέσης ή κατάστασης (α. «μηδεμιᾱς γε ἐν αύτοῑς οὔσης ἔμπροσθεν μεταπτώσεως», Πλάτ.
β. «η κατάσταση τού καιρού παρουσιάζει πολλές μεταπτώσεις»)
νεοελλ.
1. γλωσσ. φωνολογική, κυρίως φωνηεντική, μεταβολή τών μορφημάτων [δηλαδή ρίζας, θέματος, κατάληξης, επιθήματος] τών συναπτόμενων ετυμολογικώς λέξεων, προκειμένου να δηλωθούν διαφορετικές λειτουργίες και σημασίες, λ.χ. «λέγω - λόγος», «τέμνω - τομή»
2. γεωλ. κατηγορία ρηγμάτων τού στερεού φλοιού τής Γης, κατά μήκος τών οποίων το ένα ή και τα δύο διαχωρισθέντα τεμάχη έχουν μετακινηθεί κατά κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση
3. φυσ. η μεταβολή τής κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος και κυρίως εκείνη η οποία πραγματοποιείται από μια ενεργειακή στάθ-μη σε άλλη και συνοδεύεται από την εκπομπή ή την απορρόφηση φωτονίων
4. (αστρον.-φυσ.) φυσικό φαινόμενο που συνδέεται με την κίνηση ενός περιστρεφόμενου στρόβου, δηλ. σβούρας, ή ενός γυροσκοπίου και συνίσταται στη σχετικά βραδεία περιστροφή τού άξονα περιστροφής ενός περιστρεφόμενου στερεού σώματος γύρω από μια ευθεία που τέμνει τον άξονα περιστροφής
5. φρ. α) «μετάπτωση ανέμου»
ναυτ. αλλαγή τής διεύθυνσης από την οποία πνέει ο άνεμος, στροφή τού ανέμου προς άλλη κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τη μεταβολή τής έντασής του
β) «μετάπτωση ισημεριών»
αστρον. η κίνηση τών ισημερινών σημείων επάνω στην εκλειπτική, κίνηση η οποία οφείλεται στην κυκλική μετάπτωση τού άξονα περιστροφής τής Γης
γ) «στοιχεία μετάπτωσης»
χημ. μεγάλη ομάδα τών χημικών στοιχείων, που είναι όλα μέταλλα και τών οποίων τα άτομα έχουν ηλεκτρόνια σθένους σε περισσότερες από μία ενεργειακές στάθμες
δ) «βαθμίδα μετάπτωσης»
γλωσσ. καθεμία από τις οκτώ μεταπτωτικές κατηγορίες και υποκατηγορίες, από τις οποίες κύριες είναι η ισχυρή, όπου ένα φωνήεν εμφανίζεται με τη μία ή άλλη μορφή, λ.χ. «λείπω», και η ασθενής ή εξασθενωμένη, όπου το φωνήεν συστέλλεται ή αποβάλλεται, λ.χ. «έλιπα»
αρχ.
1. η προσχώρηση στην πλευρά άλλου, λιποταξία («τὴν ἐσομένην... μετάπτωσιν πρὸς αὐτοὺς τῶν Ἰβήρων», Πολ.)
2. γραμμ. κλίση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετάπτωση — η ξαφνική αλλαγή θέσης ή κατάστασης: Οι μεταπτώσεις του καιρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • ισότοπα — Ατομικοί πυρήνες που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, και επομένως τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των νετρονίων. Επειδή η ατομική μάζα καθορίζεται από το άθροισμα των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα, τα ι. έχουν …   Dictionary of Greek

  • Λάρμορ, Τζόζεφ — (Sir Joseph Larmor, Μαγκεραγκάλ 1857 – 1942). Ιρλανδός φυσικός και μαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής στο Κέιμπριτζ την περίοδο 1885 1932. Αφιερώθηκε στα προβλήματα της μαθηματικής φυσικής και της ουράνιας μηχανικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον… …   Dictionary of Greek

  • Μεσμπάουερ, Ρούντολφ Λούντβιχ — (Rudolf Ludwig Messbauer, Μόναχο 1929 –). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στη γενέτειρά του, ενώ από το 1955 έως το 1957 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Χαϊδελβέργης και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στην Πασαντίνα της Καλιφόρνια,… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • μεταπτωτικός — ή, ό (ΑΜ μεταπτωτικός, ή, όν) [μεταπτωτός] νεοελλ. ο σχετικός με τη μετάπτωση («μεταπτωτικά φαινόμενα») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταπτωτικόν η μεταβλητότητα, η αστάθεια αρχ. 1. αυτός που ρέπει προς τη μετάπτωση, ευμετάβλητος, άστατος, ασταθής 2.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”